ατσίδα

ατσίδα
η , ατσίδι τό
1) куница; 2) перен. очень сообразительный человек, большая умница

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ατσίδα" в других словарях:

  • ατσίδα — η (και ουδ. ατσίδι, το) 1. νυφίτσα, κουνάβι 2. (και ατσίδας, ο) έξυπνος, εύστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ικτίδα (αιτ. του ικτίς, ίδος) «κουνάβι» (για την τροπή του κτι σε τσι πρβλ. γαλακτίς γαλακτίδα γαλατσίδα] …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • μοσχοπόντικος — ο, και μοσχοπόντικο και μοσκοπόντικο, το άλλη ονομασία για τη νυφίτσα ή για το κουνάβι, αλλ. ατσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + ποντικός. Τα ζώα έλαβαν την ονομ. αυτή κατ ευφημισμόν] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»